Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

leader in name only


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο leader παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: in | name | only

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leader n ([sb] who leads)αρχηγός, ηγέτης ουσ αρσ/θηλ
  επικεφαλής επίρ
 John is the leader of the group, and they usually do what he suggests.
 Ο Τζον είναι ο αρχηγός (or: ηγέτης) της ομάδας, και συνήθως κάνουν αυτό που τους λέει.
leader n (head of a company)επικεφαλής επίρ
 The president of a company is its leader.
 Ο επικεφαλής μιας εταιρίας είναι ο πρόεδρος.
leader n (guide)αρχηγός, οδηγός ουσ αρσ/θηλ
 The leader of the tour took them into the next room.
 Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο.
leader n (head of political party)αρχηγός, ηγέτης ουσ αρσ/θηλ
 The leader of the main opposition party criticised the government.
 Ο αρχηγός (or: ηγέτης) της αξιωματικής αντιπολίτευσης άσκησε κριτική στην κυβέρνηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leader,
band leader
n
US (music: conductor)επικεφαλής επίρ
  (κλασική μουσική)μαέστρος ουσ αρσ/θηλ
 The leader of the band told them when to start and stop playing.
 Ο επικεφαλής της ορχήστρας τους έλεγε πότε να ξεκινήσουν και πότε να σταματήσουν το παίξιμο.
leader n (journalism: article)κύριο άρθρο, κεντρικό άρθρο επίθ + ουσ ουδ
 I nearly always agree with the leader in the Times newspaper.
 Συμφωνώ σχεδόν πάντα με το κύριο άρθρο των Times.
leader n US (downspout pipe)αγωγός καθόδου, σωλήνας απορροής φρ ως ουσ αρσ
 The plumber charged a lot to fix the leader.
leader n (printing: row of dots)οδηγός ουσ αρσ
 Tables of contents usually have leaders to guide your eyes to the page number.
 Οι πίνακες περιεχομένων διαθέτουν συνήθως οδηγούς για να μεταφέρουν το βλέμμα σας στον αριθμό της σελίδας.
leader n (short strip)οδηγός ουσ αρσ
 You have to put the leader through the hole to load the film.
 Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ.
leader n UK (orchestra's principal violinist) (μεταφορικά: άτομο)πρώτο βιολί φρ ως ουσ ουδ
  (επίσημο)εξάρχων, εξάρχουσα μτχ ενεστ
 Hans was the leader of the violin section.
leader n (part of a fishing line)leader ουσ ουδ άκλ
 The angler tied his lure to the leader of his fishing line.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
band leader n (music: conductor)μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας ουσ αρσ
born leader n (good manager) (μεταφορικά)γεννημένος ηγέτης έκφρ
 A born leader is so charismatic that she can influence people to work harder and longer willingly.
business leader n (manager in the business sector)διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης φρ ως ουσ αρσ
  ανώτατο επιχειρηματικό στέλεχος φρ ως ουσ ουδ
charismatic leader n (leader with powerful charm)χαρισματικός ηγέτης ουσ αρσ
 Alexander the Great was a charismatic leader: his troops would follow him almost anywhere.
crew leader n (head of a team) (εργάτες)υπεύθυνος συνεργείου, επικεφαλής συνεργείου περίφρ
  (πλοίο, ναυτικοί)αρχηγός πληρώματος, επικεφαλής πληρώματος περίφρ
esteemed leader n (respected person in charge)αξιότιμος ηγέτης επίθ + ουσ αρσ
 Kim Jong Il likes to be referred to as his country's esteemed leader.
follow-the-leader,
follow-my-leader
n
(children's game) (παιδικό παιχνίδι)κάνε ό,τι κάνω φρ ως ουσ ουδ
leader of the opposition n (head of political party opposing the government)αρχηγός της αντιπολίτευσης έκφρ
 The leader of the opposition debated with the Prime Minister about the proposed change to the law.
leaderboard,
leader board
n
(scoreboard)πίνακας αποτελεσμάτων φρ ως ουσ αρσ
  κατάταξη ουσ θηλ
 Three of the top five positions on today's leaderboard are held by Americans.
loss leader n (low-cost item sold to draw buyers) (μεταφορικά, αργκό)κράχτης ουσ αρσ
 Some companies sell something for cheap as a loss leader to get people to come in and buy more expensive products.
 Μερικές εταιρείες πουλούν φθηνά κάποιο προϊόν ως «κράχτη», για να προσκαλέσουν τον κόσμο στο κατάστημα και να τον κάνουν να αγοράσει πιο ακριβά προϊόντα.
market leader n (most commercially successful company)ηγέτης της αγοράς φρ ως ουσ αρσ
  ηγετική δύναμη της αγοράς περίφρ
 Apple became the market leader in mp3 players with the launch of the ipod.
orchestra leader n (conductor)διευθυντής ορχήστρας, μαέστρος ουσ αρσ
 The orchestra leader bowed to the cheers of the audience.
pack leader n (dominant dog in a hunting group) (σκύλος)αρχηγός της αγέλης περίφρ
political leader n (head of a political party)πολιτικός αρχηγός ουσ αρσ
political leader n (head of a government)πολιτικός αρχηγός, αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός ουσ αρσ
project leader n (leader of a task or programme)επικεφαλής έργου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  υπεύθυνος έργου, υπεύθυνη έργου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The project leader must ensure that every team member understands the purpose of the project.
religious leader n (head of a church or order)θρησκευτικός ηγέτης επίθ + ουσ αρσ
 The religious leaders of the community gathered for an interfaith conference.
 The Pope is the religious leader of the Roman Catholic church.
 Οι θρησκευτικοί ηγέτες τις κοινότητας συγκεντρώθηκαν για μια διαθρησκευτική συνάντηση. // Ο Πάπας είναι ο θρησκευτικός ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
spiritual leader n (guru)πνευματικός ηγέτης, γκουρού έκφρ
 Some Muslim countries have a spiritual leader as head of state.
squadron leader n UK (air-force officer) (αεροπορία)μοίραρχος ουσ αρσ
team leader,
team lead
n
([sb] who manages a group)αρχηγός ομάδας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 As team leader, Paul ensures that each member of his team has clear targets and is motivated to work towards them.
world leader n ([sth] that is the best internationally) (πρώτος στον κόσμο)παγκόσμιος ηγέτης φρ ως ουσ αρσ
world leader n (head of state or national government) (αρχηγός κράτους)ηγέτης του κόσμου, ηγέτης του πλανήτη φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση leader in name only στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «leader in name only».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!